ξενότροπος

ξενότροπος
-η, -ο (Μ ξενότροπος, -ον)
παράξενος, αλλόκοτος
νεοελλ.
αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων.
επίρρ...
ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως)
με παράξενο τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων
μσν.
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόπος (πρβλ. ιδιό-τροπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξενότροπος — η, ο αυτός που φέρεται ή γίνεται κατά τρόπο ξένο (όχι οικείο, γνωστό, δικό μας), παράξενος, ασυνήθιστος: Ξενότροπα ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενοτρόπως — ξενότροπος adverbial ξενότροπος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενότροπα — ξενότροπος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”