- ξενότροπος
- -η, -ο (Μ ξενότροπος, -ον)παράξενος, αλλόκοτοςνεοελλ.αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων.επίρρ...ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως)με παράξενο τρόπονεοελλ.σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένωνμσν.με θαυμαστό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόπος (πρβλ. ιδιό-τροπος)].
Dictionary of Greek. 2013.